σκαριφίζω

σκαριφίζω
μετ.
1) делать набросок, эскиз; 2) описывать в общих чертах, изображать схематически

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "σκαριφίζω" в других словарях:

  • σκαριφίζω — Ν σκαριφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαριφώ, κατά τα ρ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • σκαριφίζω — βλ. σκαριφώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκαριφισμός — ο, Ν [σκαριφίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκαριφίζω, χάραγμα, ξύσιμο 2. ιατρ. σκαριφησμός 3. εθνολ. τελετουργική επιφανειακή χαραγή τού δέρματος, κυρίως στο πρόσωπο, που εφαρμόζεται από ορισμένους λαούς ως ένδειξη τής κλάσης ηλικίας… …   Dictionary of Greek

  • ιχνογραφώ — έω [ιχνογράφος] σχεδιάζω κάτι με γραμμές (χωρίς χρώματα), ζωγραφίζω με μολύβι, σκιτσάρω, σκαριφίζω …   Dictionary of Greek

  • σκαριφεύω — Α σχεδιάζω υποτυπωδώς, σκαριφίζω, σκιτσάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού σκαριφῶμαι, κατά τα ρ. σε εύω] …   Dictionary of Greek

  • σκαριφιστής — ο, Ν [σκαριφίζω] σκαριφητήρας …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»